ανταλής

ανταλής
ο
νησιώτης, ο καταγόμενος από τα νησιά (ιδίως του αρχιπελάγους).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ada «νησί» + (κατάλ.) -λης (< τουρκ. κατάλ. –li, που από τουρκ. λέξεις όπως μερακλής, παραλής κ.λ.π. επεκτάθηκε και στον σχηματισμό ελληνικών λέξεων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”